ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΣΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ
Πρώτη Μέρα:
Τετάρτη, 14 Νοέμβρη 1973
του Φώντα Κονδύλη (1939-2002)
Χαράματα
Ξύπνησα από ΄ναν εφιάλτη. Δεν ήταν τόσο το φίδι που με τρόμαξε, όσο η αίσθηση πως αν τολμούσα ν΄ ανοίξω τα μάτια μου, θάκανε μια «χραπ» και θα με καταβρόχθιζε, γιατί το φίδι, βόας τεράστιος, πύθωνας των τροπικών, βρισκόταν κουλουριασμένο στο κέντρο της μικρής μου κάμαρας, χοντρό, με το κεφάλι του στητό κοιτάζοντάς με καθώς κοιμόμουν, έτοιμο να με καταπιεί μόλις άνοιγα τα μάτια μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ τις διαστάσεις του. Μπορούσα όμως με κλειστά τα μάτια να ζωγραφίσω τα χρώματά του, ιθαγενής εγώ στον τοίχο των σπηλαίων, με μόνο ξόρκι τις βαφές – οι φίλοι μου τ΄ αγριοβότανα. Κλειστά τα μάτια και τα χρώματα να ορμούν απ΄ όλες τις γωνιές στο κοίλον του πανικού μου. Αν καταφέρω να σε ζωγραφίσω, αν σ΄ αποδώσω πιστά, μ΄ όλη σου τη φριχτή μεγαλοπρέπεια, τότε θ΄ ανοίξω τα μάτια μου, φίδαρε, γιατί τότε θα μπορώ να σε σκοτώσω άκοπα, ακινητοποιημένος καθώς θάσαι στον τοίχο, έργο του τρόμου μου, μ΄ ένα όργανο αιχμηρό, στο κεφάλι, θα σου λιώσω το κεφάλι με την πέτρα, πρώτα αυτό, κι εσύ δε θα κουλουριαστείς στο κορμί μου, δε θα μπορέσεις, θα σούχω λιώσει κιόλας το κεφάλι, θα σε γδάρω μετά, με υπομονή, θα βρω τα εργαλεία, σιγά σιγά, το δέρμα σου, απ΄ το κεφάλι ως την ουρά, κι έπειτα θα φορέσω το δέρμα σου, και θάχω ψεύτικο κεφάλι. Τότε θ΄ ανοίξω τα μάτια μου, φίδι, πύθωνα, δράκε.
Αργεί πολύ να ξημερώσει. Είδα κι έπαθα ώσπου ν΄ ανοίξω τα μάτια μου. Τώρα τι γίνεται; Αν τα ξανακλείσω, είναι βέβαιο πως αυτή τη φορά θα πέσω κυριολεκτικά μέσα στο λάκκο των λεόντων. Και νυστάζω. Ο ύπνος τουλάχιστον... Η αποχαύνωση. Να σηκωθώ καλύτερα. Σκέφτομαι πως τις μέρες αυτές τις σπαταλάω σε άσκοπες χρονοτριβές. Τι κοιμισμένος, τι ορθός, η ίδια αίσθηση αχρηστίας. Και μου κοστίζει ακριβά κάθε φορά η επιστροφή στις άγραφες σελίδες. Χαζεύω ενσυνείδητα. Κοιμάμαι πολύ. Παρηγοριέμαι έτσι. Άλλες φορές παρασύρομαι και πιστεύω πως πρέπει να κοιμάμαι λιγότερο, γιατί, λέει, έχω πολλά να κάνω, κι ακόμα περισσότερα να προσφέρω στους άλλους. Συγγραφέας λέει! Σκατά στα μούτρα μου έτσι που έχω καταντήσει.
Τούτο το καλοκαίρι, είν΄ αλήθεια, δεν είχε καμιά δόξα για κανένα. Ο Παναγούλης φυλακή. Το ξημέρωμα φρίκη. Η Δικτατορία δαγκώνει λυσσασμένη όσο ποτέ. Η στέρηση κι η στέγνια έχουν πάψει πια νάναι άσκηση. Γίνηκαν κάτι αχαμνό και στείρο. Πενία. Είπα πως φταίει ο ήλιος και το ξεδιάντροπο φως, η χυδαιότητα της ασφάλτου, η προστυχιά των αυτοκινήτων κι αυτοκινούμενων νευρόσπαστων της χειρότερης πόλης του κόσμου. Στον «Αρίωνα» τίποτα δεν πάει καλά. Οι σχέσεις μας διαλυμένες. Το βιβλιοπωλείο που ανοίξαμε φαγάνα. Τα οικονομικά μας σπαραγμός. Αξιοπρέπεια μηδέν. Δεν έχουμε να πληρώσουμε ούτε το ούζο που πίνουμε κάθε βράδυ στην πλατεία – το πιο φτηνό που μπορείς να πιεις χωρίς να σε κάψει. Και καυγάδες. Ατέλειωτοι. Καυγάδες που ΄χουν την τραγικότητα του γελοίου. Κουβεντολόι γύρω απ΄ την κατάστασή μας και την πολιτική. Ισχυριζόμαστε πως έχουμε διαφορές αγεφύρωτες. Με κατηγορούν για εστετισμό και ιδεοφροσύνη. Αδιαφορώ λένε για την πραγματικότητα που σπαράζει γύρω μου κι είμαι τυλιγμένος σ΄ ένα σύννεφο υποκειμενισμού που μετατρέπει τα πάντα σε ατομιστική χαύνωση.
Έτσι είν΄ όμως; Κι αυτός ο διχασμός που με κόβει στα δυο; Σχιζοφρένεια. Από τη μια τ΄ ανατριχιαστικά γεγονότα της εποχής – δικτατορία, συλλήψεις, όργιο και φασισμός – κι από την άλλη οι επιπτώσεις του απροκάλυπτου κακού στο χαρακτήρα μας – στο δικό μου κυρίως – η φοβία, οι νευρώσεις, η ηττοπάθεια κι ο μηδενισμός. Το ένα μου ζητάει να παρατήσω τα χαρτιά και τα μολύβια και ν΄ αρπάξω ό,τι βρεθεί στο χέρι μου, τ΄ άλλο με παρασέρνει σε αβύσσους αυτοεγκατάλειψης, σάμπως να πρέπει να τιμωρηθώ για το δισταγμό μου να πάρω μιαν απόφαση. Το ένα με ξεπερνάει σαν δυναμική ζωής, τ΄ άλλο μου θυμίζει την ακατάπαυτη μεταμόρφωση σχημάτων και εννοιών. Το ένα με σπρώχνει ν΄ αρπάξω το φραγγέλιο, τ΄ άλλο μου αναστέλλει την κίνηση, μια αέναη μετατόπιση απ΄ το ένα στο άλλο, απ΄ τη λαχτάρα για δράση, στην περίσκεψη, απ΄ τον πυρετικό οραματισμό, στην αίσθηση του μάταιου, από το θάρρος να κάνω ακόμα και σφάλματα, στο σκυθρωπό ζύγιασμα των πιθανοτήτων κι απ΄ την ψυχρή κριτική στην αλόγιστη συναισθηματική σπατάλη. Με ποιον να τα μοιραστώ όλ΄ αυτά; Το ζήτημα είναι να ξέρεις ν΄ αρχίζεις τη ζωή σου απ΄ την αρχή, κάθε λεπτό, μαζί με τους άλλους, να μοιράζεσαι μαζί τους την ανάσα σου και την ελιά που θα κρύβεις στο ντορβά σου για την ώρα της έσχατης ανυπακοής. Δεν ξέρω πια τι είν΄ εκείνο που ζητάμε. Η δημοκρατία τάχα, ή, το λιγότερο, η αποκατάστασή της; Υποψιάζομαι ότι κανείς δεν πιστεύει πια σε μια δημοκρατία που μηχανεύεται τυράννους. Η Κίνα μπλέκεται συχνά στη γλώσσα μας. Είναι σίγουρο πως εκεί πέρα κάτι συνταρακτικό γίνεται, μα πάντα εγώ τρομάζω κάθε φορά που βλέπω φωτογραφίες απ΄ τη μακρινή χώρα: πολλούς ανθρώπους μαζί, εκατοντάδες, χιλιάδες, ντυμένους όλους με το ίδιο ρούχο, μ΄ όλων στα μάτια την ίδια έκφραση, την ίδια στάση, το ίδιο χαμόγελο. Όλοι σαν άνθρωπος ένας! Είναι ασύλληπτο.
Η ώρα περνάει (το ρολόι μου έχει σταματήσει)
Και πώς να μην είναι; Πώς εμείς, οι δυτικοθρεμένοι, να μη νιώθουμε δέος στη σκέψη ότι μπορεί ν΄ αφομοιωθεί ο θλιβερός εγωισμός μας απ΄ την πλατύτερη αγκαλιά που γνώρισε ποτέ ο κόσμος; Ποτάμι μοναχικό που κυλά και χάνει το σχήμα του μόλις ρουφηχτεί απ΄ τη θάλασσα. Είναι καιρός να δούμε προς το μέλλον. Θ΄ αρέσει το μέλλον αυτό στους πολλούς. Οι λίγοι θα παραμεριστούν. Η ιστορία δεν έχει μνήμη, δεν έχει ηθική. Ζούμε σ’ εποχές συλλογικής μοίρας. Σε πείσμα της θηλειάς, του πολυβόλου και του φόβου, βρίσκει μια οπή το πνεύμα της μοίρας αυτής κι απλώνεται άξαφνα σαν κηλίδα λαδιού πάνω στο νερό. Κάποτε, σ΄ άλλες εποχές, η σφαγή της Χιλής δε θάφτανε ως εμάς. Κι αν έφτανε, θα είχε ξεθυμάνει σαν ήρεμο κυματάκι κι ας είχε ξεκινήσει από πολύ μακριά σα βιβλική θεομηνίθα. Τα μέσα επικοινωνίας... Το τηλέτυπο. Οι άνθρωποι του σκοταδιού τα χρησιμοποιούν όσο μπορούνε πιο πλατιά. Σωστά. Μεγάλωσε πια, και μεγαλώνει καθημερνά ο αριθμός των λαών που έχουν μια ελευθερία να θρηνούνε. Καθημερνά και πιο πολύ, η ανάγκη να εξουδετερωθούν, ν΄ αποβλακωθούν εκατομμύρια μάζες πάνω στον πλανήτη μας είναι η κύρια μέριμνα των μαζικών μέρσων ενημέρωσης της νεοαποικιοκρατίας. Όμως αυτά ακριβώς τα μέσα γίνονται κι ο λάκκος της. Αρκεί μια είδηση να φτάσει ως τις εσχατιές του πλανήτη μας, έστω και σακατεμένη, μια είδηση σφαγής συνήθως κι αγριότητας, για να φουσκώσει το κύμα εκατομμυρίων ανθρώπων πάνω στη γη που δεν πιστεύουνε πια στους ήρωες κανενός πολέμου, γιατί ο πόλεμος δεν είναι πια υπόθεση τιμής, δεν προασπίζεις πια κανένα πάτριο έδαφος, το έδαφός σου έχει από καιρό κατακτηθεί. Στην εποχή μας, ούτε η δικιολογία πια του εξωτερικού εχθρού αρκεί για να βγούνε στους δρόμους τα τανκς. Ο εχθρός είν’ εσωτερικός, υπήρχε μέσα μας από πάντα. Καραδοκούσε σε στρατώνες, χτυπώντας ανυπόμονα την άδεια καραβάνα του. Είμαστε σαν το νερό οι σκλαβωμένοι λαοί. Το σταματάς από δω, το φράζεις από κει, το κάνεις τέλμα, μα κείνο βρίσκει μυστικές οπές, τρυπώνει κι ανοίγει υπόγεια χάσματα και κυλάει. Αναιρεί το βούρκο. «Αισιόδοξη σκέψη» λέω μέσα μου. Αισιόδοξη σε μια εποχή που τελειοποιήσαμε τα όργανα της εξόντωσής μας. Παλεύουν, λένε, δυο θεριά. Ποιο θα νικήσει; Πού πάει ο πλανήτης μας;
Η ώρα περνάει (βάζω το ρολόι κουτουρού)
Δεν τα κατάφερα, λέω μέσα μου. Δεν τα κατάφερα να ξεκαθαρίσω κι αυτή τη φορά τις σχέσεις μου με το θέατρο. Οι πρόβες που έκανα στο καινούργιο έργο, όχι απλώς δε με γέμισαν, αλλά κι ανάγλυφα μου παρουσίασαν κι αυτή τη φορά τη ντροπή που λέγεται αστικό θέατρο. Τίποτε όσο ένας αστικός θίασος, τίποτε όσο αυτός – σκέφτομαι – δεν εκφράζει με τόση ενάργεια τις δομές του ίδιου του συστήματος και την επίδρασή τους πάνω στις σχέσεις των ανθρώπων: πόζα, ψευτιά, στόμφος και κουφότητα απ΄ τη μια, κι από την άλλη ψυχρός υπολογισμός, αδυσώπητη δημιουργία στεγανών, ιεράρχηση! Θεέ μου τι πρόστυχη λέξη! Τι αποτρόπαιη έννοια. Το μισώ αυτό το είδος θεάτρου. Δεν αδιαφορώ μισώντας το. Μακάρι να μπορούσα να συμβάλω στην καταστροφή του. Θυμάμαι την πρεμιέρα πριν από λίγο καιρό. Δε θυμόμουνα τίποτα απ΄ τα λόγια μου. Κόσμος πολύς στην πλατεία. Γέροι οι περισσότεροι. Νέοι καθόλου. Ανάμεσα στο πλήθος, γνωστές προσωπικότητες των γραμμάτων. Ο θίασος Χ. παρουσίαζε κάποιο έργο του Ζ. Το έργο άρχισε μέσα σε μια παγερή αναμονή. Το θυμάμαι σαν τώρα. Φτάνει το δεύτερο μέρος, κι η αναμονή εντείνεται. Το θέμα του έργου, δε γίνεται, θάρθει στιγμή που θα σαρκωθεί σε γνήσιο θέατρο. Δε βαριέσαι. Το έργο τελειώνει, η αναμονή μένει μετέωρη, το κοινό διαψεύδεται. Όχι ότι ο συγγραφέας δημιούργησε ελπίδες. Ο συμπαθής αυτός άνθρωπος, όταν ανάβουν τα φώτα της ράμπας για να φωτίσουν τα σκαριφήματα που ονομάζει θεατρικά έργα, γίνεται ένας αφελής κομπογιαννίτης, που πασχίζει να θεραπεύσει με ξόρκια και μαγιοβότανα έναν απλό πονοκέφαλο. Το κοινό καγχάζει. Αλλά στο τέλος του έργου χειροκροτεί. Θα έλεγα με θερμότητα. Το ίδιο αυτό κοινό που κάγχαζε και ειρωνευόταν ανοιχτά, ανεβαίνει στα παρασκήνια συγκινημένο και συγχαίρει από βάθους καρδιάς την πρωταγωνίστρια, το συγγραφέα και τους άλλους ηθοποιούς. Όταν φύγει από τα παρασκήνια, το ίδιο αυτό κοινό θ΄ αρχίσει με λύσσα αγριότερη από πριν τον καγχασμό και τη χλεύη. Αξιολάτρευτο, γοητευτικό κοινό της μπουρζουαζίας.
Μεσημέρι
Κατάθλιψη, κι ένα βούρκωμα ανεξήγητο μέσα μου. Ναι, ζω μια κοινή ζωή με τα παιδιά του Αρίωνα, όμως αυτή την εγκατάλειψη, αυτή την παγωνιά που διαπερνάει το στέρνο μου, πώς να την κάνω κοινό κτήμα μαζί τους; Τι είναι συλλογικότητα; Πού τελειώνουν τα όρια του ατόμου;
Το υπόγειο του Αρίωνα, στην Κυψέλη, είναι σα να βουβάθηκε. Μονάχα ένα ασπρόμαυρο γατί, κι εγώ. Ξαναδουλεύω τη «Δίκη του Μεσημεριού». Είναι η τρίτη μορφή της. Ελπίζω κι η τελευταία. Με κουράζει. Δεν προχωράει. Φαίνεται ότι με ξεπερνάει το υλικό. Τα χρώματα είναι σκληρά. Θέλουν απάλυνση. Το ρυθμό προπαντός. Άμα βρω το ρυθμό, θα κυλήσει. Δε γίνεται. Με παιδεύει πολύ το πρόσωπο της κοπέλας που την εκτελούν την ώρα που γράφει το σύνθημα στον τοίχο. Πώς θ΄ απολογηθεί στο στρατοδικείο αφού είναι πεθαμένη; Πρέπει να λύσω το πρόβλημα αισθητικά, όχι πραγματιστικά. Κι ο Έκτορας; Ο πρωταγωνιστής; Βρίσκω πως είναι φορτωμένος με πολλά υποκειμενικά δικά μου. Θα του αφαιρέσω βάρος. Πρέπει να γίνει διάφανος. Πρέπει να βρω τρόπο να του περάσω στοιχεία δικά μου, απ΄ τη δική μου ατομικότητα, αλλά να γίνουν βιώματα δικά του. Πώς όμως; Πώς;
Από τότε που ανοίξαμε το βιβλιοπωλείο, ένα μεγάλο μέρος παρηγοριάς μετατοπίστηκε. Ο Αρίωνας έγινε τώρα κάτι επίσημο και υπεύθυνο, κάπως μακρινό πια. Τις λίγες ώρες που μαζεύονται τα παιδιά, όταν κλείνει το βιβλιοπωλείο, εγώ απουσιάζω. Είμαι στο θέατρο και θρηνώ προκαταβολικά τις ώρες που χάνω. Το θέατρο δεν έχει κόσμο. Είκοσι ως εικοσπέντε άτομα σε κάθε παράσταση. Κι οι πιο πολλοί με προσκλήσεις. Τώρα μάλιστα που έχω αναλάβει να κάνω μια μετάφραση με κείμενα απ΄ τη Χιλή, η αίσθηση της σπατάλης του χρόνου με καταθλίβει. Όχι επειδή δεν έχω αρκετό χρόνο να μεταφράσω αυτά τα συγκλονιστικά κείμενα, μα επειδή η άμεση μετάφρασή τους είν΄ ό,τι ουσιαστικότερο θα μπορούσα να προσφέρω αυτή τη στιγμή.
Πεντέμισι το απόγευμα
Φεύγω. Το γατί νιαουρίζει. Όλοι λείπουν. Μπαίνω στο τρόλλεϋ. Σήμεα έχουμε δυο παραστάσεις. Είπα δυο-τρεις κουβέντες με τον κυρ Θανάση τον περιπτερά, ένα χρυσόν άνθρωπο, πάναγνο σαν νεροπηγή. Τα μάτια του και σήμερα μιλούσαν. Η διαδρομή ως το Σύνταγμα μου φαίνεται ατέλειωτη. Νιώθω αποχαυνωμένος. Η νέκρα θριαμβεύει πάνω μου.
Το πρώτο ρίγος στη ραχοκοκαλιάτο νιώθω όταν ακούω τις φωνές. Έρχονται από μπροστά οι φωνές, αξεδιάλυτες στην αρχή, οπωσδήποτε ρυθμικές, σα συνθήματα. «Πολυτεχνείο», φωνάζει ο εισπράχτορας, κι ανοίγει τις πόρτες.
Ο κόσμος ξεμπουκάρει, και μέσα στο τρόλλεϋ μπουκάρουν οι φωνές, ρυθμικές, αναρίθμητες φωνές παιδιών που φωνάζουν σα να τραγουδάνε. Και τότε δέχομαι ζεματιστό κατάστηθα το μήνυμα. Με εικόνες τούτη τη φορά. Τεράστια πανώ στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, κι από μέσα, παιδιά σκαρφαλωμένα, κι ως έξω απ΄ την είσοδο παιδιά, νέα παιδιά, εκεί, γύρω στα είκοσι, κορίτσια αγόρια, να φωνάζουνε ρυθμικά. Μα τι φωνάζουνε; ακούω πλάι μου μια φωνή. Σε λίγο μ΄ άφησε το σύγκρυο. Το τρόλλεϋ έχει ξεκινήσει. Η νέκρα με ξανακυριεύει. Τίποτε δε γίνεται, λέω. Ο δικτάτορας δε θα τους πειράξει. Θα τους αφήσει να φωνάξουνε, να ξελαρυγγιαστούνε, να εκτονωθούνε, κι ύστερα μόνα τους θα φύγουνε. Τα παιδιά. Των 18 και 20 χρόνων. Έτσι έγινε και πέρυσι στη Νομική. Ακριβώς τέτοιο καιρό. Κλειστήκαν τα παιδιά στη Νομική δυο μέρες. Τη δεύτερη πείνασαν, κουράστηκαν, γύρισαν στα σπίτια τους. Προηγουμένως, βέβαια, πράκτορες μυστικοί είχαν ανοίξει από μέσα τις πόρτες και χύμηξαν οι αστυνομικοί με τα γκλομπς στο χέρι. Δείρανε με την ψυχή τους. Χόρτασαν. Τραυμάτισαν κιόλας. Τα παιδιά ξαναγύρισαν στα θρανία. Πέρυσι, τέτοιο καιρό, τα πράγματα στο Πολυτεχνείο πήραν άλλη τροπή. Κλειστήκαν κι εκεί τα παιδιά, κάποιος από μέσα άνοιξε τις πόρτες, χυμήξαν οι αστυνομικοί, τραυμάτισαν πολλά. Ταυτόχρονα, ο δικτάτορας ψήφιζε αναγκαστικό νόμο: αίρεται η αναβολή κατατάξεως στο στρατό. Τότε, πολλά παιδιά πήραν το δρόμο του στρατιωτικού, μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα έντασης και τρομοκρατίας. Σείστηκε το πανελλήνιο. Αλλά σε λίγο τα πνεύμτα καταλάγιασαν. Νέα συγκλονιστικά γεγονότα μας έκαναν να ξεχάσουμε όλα τ΄ άλλα συγκλονιστικά που είχαν προηγηθεί: παραίτηση των στρατιωτικών της κυβέρνησης, συγκέντρωση όλων σχεδόν των εξουσιών στα χέρια του αυτοανακήρυχτου Προέδρου της Δημοκρατίας, ορκωμοσία Μαρκεζίνη και λοιπά. Είναι τρομαχτικό αυτό που συμβαίνει εδώ κι έξι χρόνια. Το κάθε τι που συμβαίνει είν΄ από μόνο του συγκλονιστικό. Φτάσαμε στο σημείο, οτιδήποτε καινούργιο να είναι συγκλονιστικότερο απ΄ όλα τα προηγούμενα, και αυτομάτως να σε κάνει να τα ξεχνάς. Κι ο χρόνος για την αφομοίωση του κάθε τι να είναι απελπιστικά λίγος. Πώς να τ΄ αφομοιώσεις όλα, να τ΄ αξιολογήσεις και να τα ταξινομήσεις; Ούτε καν να τα πληροφορηθείς δεν προφταίνεις. Έτσι ήταν που ξεχάστηκαν γρήγορα τα γεγονότα της Νομικής μπροστά στο σκάνδαλο Γουώτεργκεητ, που ανακήρυξε το Νίξον ως το μεγαλύτερο παλιάτσο όλων των εποχών, έτσι ξεχάστηκε η στράτευση των φοιτητών μπροστά στη σφαγή της Χιλής, για να ξεχαστούν σιγά-σιγά κι οι σφαγές της Χιλής μπροστά στην ανακήρυξη του γελωτοποιού Μαρκεζίνη σε πρωθυπουργό της χώρας μας, μιας χώρας που άρχισε κιόλας να πεινάει, να κρυώνει και να διαστέλει τα μάτια πιο πολύ. Έτσι είπα μέσα μου, έπειτα απ΄ τον πρώτο συγκλονισμό – «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» – είπα μέσα μου ότι κι αυτό το συγκλονιστικό από μόνο του γεγονός να κλειστούνε και πάλι τα παιδιά μες στο Πολυτεχνείο, θα οδηγηθεί στο ίδιο φινάλε, για ν΄ αρχίσει αμέσως κάτι άλλο, μέσα στα πλαίσια πάντα της αμφίβολης ανοχής των αρχών, και της ανοργανωσιάς που δέρνει την αγανάκτηση του λαού. «Θα εκφυλιστεί» λέω μέσα μου, και μπαίνω στο θέατρο.
Αργά το βράδι
Μετά τις δύο παραστάσεις. Η Ιωάννα κι εγώ. Πήραμε να κατεβαίνουμε την Πανεπιστημίου. Με την Ιωάννα παίζουμε μαζί στο ίδιο έργο. Οι κριτικοί μάς γράψανε καλά. Για μας τους δυο. Καλά. Είχαμε διαβάσει ολόκληρη την κριτική νωρίς το βράδι πριν την παράσταση, και τότε καταλάβαμε γιατί ο θίασος μάς έκανε μούτρα. Είχαμε γελάσει. Η Ιωάννα θα πήγαινε στα Βριλήσσια, στο σπίτι της. Θα τηνε πήγαινα ως την αφετηρία, κι έπειτα θάφευγα κι εγώ. Η αφετηρία για το σπίτι της είν΄ ακριβώς πάνω απ΄ το Πολυτεχνείο.
— Λες να γίνουνε τίποτα επεισόδια; με ρωτάει η Ιωάννα.
Έχω το χέρι μου περασμένο στον ώμο της.
— Δε φαντάζομαι. Δε βλέπεις γύρω σου την ησυχία; της απαντάω.
Άδεια σχεδόν η Πανεπιστημίου. Μόνο ταξί που κατεβαίνουν προς την Ομόνοια.
— Τι ωραία που είναι η Αθήνα δίχως κόσμο... λέω αφηρημένα. Και το πιστεύω αυτό που λέω.
— Δεν έχει λεωφορεία; Τι ώρα είναι; με ρωτάει.
Τότε κι εγώ αντιλαμβάνομαι πως δεν υπάρχουν λεωφορεία. Τα λεωφορεία Αμπελόκηποι – Πατήσια που περνούν ακριβώς μπροστά απ΄ το Πολυτεχνείο...
Με πιάνει σύγκρυο για δεύτερη φορά.
— Πώς δεν έχει! της απαντάω. Απλούστατα είναι περασμένη η ώρα κι έρχονται κάθε τέταρτο.
Στα χέρια μου κρατάω τη μπροσούρα για τη Χιλή. Στο εξώφυλλο, ένα τεράστιο κόκκινο αστέρι αριστερά, και στο κέντρο, γαλάζιος ένας χάρτης όλης της Νότιας Αμερικής, μόνο της Νότιας Αμερικής. Εκεί, προς τα πάνω, που πλαταίνει η Νότια Αμερική, και γίνεται σαν παλάμη, ένα τουφέκι οριζόντιο που το κρατάει σφιχτά αυτή η ίδια παλάμη, αυτή η ίδια κι ολάκερη Νότια Αμερική. Ταυτόχρονα βλέπουμε και τους μπάτσους. Έρχονται από δεξιά. Μπρος στο Πανεπιστήμιο, κλούβες γεμάτες μπάτσους που περιμένουν.
— Κρύψε το βιβλίο στο ταγάρι σου, της λέω.
Το ταγάρι της κρέμεται στον αριστερό ώμο της, απ΄ τη δική μου μεριά. Βάζω τη μπροσούρα στο ταγάρι. Η Ιωάννα, ως συνήθως, κουβαλάει μες στο ταγάρι της ό,τι μπορεί να βάλει ανθρώπου νους. Η μπροσούρα δε χωράει. Φαίνεται. Δε σταματάμε να περπατάμε. Οι μπάτσοι μας φτάνουν. Σφιγγόμαστε πιο πολύ ο ένας πάνω στον άλλο. Περνάμε ανάμεσά τους. Άγρια πρόσωπα, κιτρινωπά, καφετιά.
— Λες να επιτεθούν; ξανά η Ιωάννα.
— Γιατί να επιτεθούν; Άλλωστε, δε γίνεται τίποτα σπουδαίο. Μια απλή συγκεντρωσούλα. Φοβάσαι;
— Ναι. Φοβάμαι τη βία.
— Αυτοί κάνουνε τη δουλειά τους, λέω πιο πολύ για να την καθησυχάσω. Κι είναι πολύ φυσικό να υπάρχουν αστυνομικοί όπου υπάρχουν συγκεντρώσεις...
Και νιώθω σε μια στιγμή να την τραβάω για να περπατήσουμε πιο γρήγορα καθώς πλησιάζουμε στα Χαυτεία.
— Δεν ακούω φωνές. Θα έφυγαν φαίνεται. Τι λες; μιλάει πάλι η Ιωάννα.
— Α! Σίγουρα! της απαντάω και νιώθω να την τραβάω ακόμα πιο πολύ.
— Τι με τραβάς; Ας περπατάμε πιο σιγά. Είναι ωραία η βραδιά.
Στρίβουμε στα Χαυτεία. Παίρνουμε δεξιά την Πατησίων. Όσο προχωράμε προς το Πολυτεχνείο, διασταυρωνόμαστε με αραιούς διαβάτες στην αρχή, έπειτα πέφτουμε πάνω σε μικρές ομάδες που πυκνώνουν ολοένα. Οι φωνές, από μακριά ακόμα, φτάνουν στ΄ αυτιά μας σαν απροσδιόριστο κάλεσμα. Εκεί είν΄ ακόμα! λέω μέσα μου, και κάποια ταραχή, μισή χαρά, μισή φόβος, με κάνει ν΄ ανοίξω ακόμα πιο πολύ το βήμα μου. Η Ιωάννα, γατζωμένη απάνω μου, με ακολουθεί με δυσκολία όσο ο κόσμος πληθαίνει γύρω μας, κι οι φωνές γίνονται όλο και πιο ξεκάθαρες. Αστυνομία πουθενά.
Περνάμε τη Χαλκοκονδύλη και πέφτουμε πάνω στο μεγάλο πλήθος, κι ανοίγουμε τ΄ αυτιά μας στις φωνές, κι αναγαλλιάζει κάτι στο στήθος μου.
— Πότε μαζεύτηκε τόσος κόσμος; λέω. Τ΄ απόγευμα που πέρασα, ήταν πολύ λίγος. Πώς μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί;
— Άρα, η κυκλοφορία έχει σταματήσει, κι όχι πως είναι αργά και πως τα λεωφορεία περνάνε κάθε τέταρτο, λέει η Ιωάννα.
— Όχι βέβαια, όχι βέβαια, κι ανοίγω το βήμα μου. Τη σέρνω κυριολεκτικά. Την ώρα αυτή, μια τεράστια κραυγή, σάμπως βγαλμένη από μυριάδες στόματα, κάνει τις βιτρίνες να τρίζουν.
«Απόψε, Πεθαίνει, ο φα-σι-σμός»
Κοκκαλώνουμε κι οι δυο. Έχουμε φτάσει στη Στουρνάρα. Δέκα μονάχα βήματα μάς χωρίζουν απ΄ το πεζοδρόμιο του Πολυτεχνείου.
«Έξι χρόνια είν΄ αρκετά, δε θα γίνουνε εφτά»
«Κάτω η Χούντα»
— Ξενοφώντα, εγώ θα στρίψω δεξιά, λέει η Ιωάννα αποφασιστικά. Δε μπορώ να σ΄ ακολουθήσω. Έλα και συ. Μην πας. Πάμε από δω.
— Όχι Ιωάννα. Ας χωρίσουμε εδώ καλύτερα. Καληνύχτα.
— Πρόσεχε! Πρόσεχε σε παρακαλώ.
Τη χαιρετάω κι ετοιμάζομαι να περάσω απέναντι. Κάνω δυο – τρία βήματα. Τότε θυμάμαι το βιβλίο. Στρέφω, ψάχνω να τη βρω εκεί που χωρίσαμε πριν από λίγο. Πήχτρα ο κόσμος. Ξαναγυρίζω. Ανοίγω δρόμο με τους αγκώνες μου, φωνάζω Ιωάννα, δεν ξέρω γιατί, δε θέλω απόψε ν΄ αποχωριστώ τη Χιλή. Σε αρκετή απόσταση, κάποιο γυναικείο ξανθό κεφάλι γυρίζει προς τα πίσω.
— Το βιβλίο! της φωνάζω. Ξέχασα να πάρω το βιβλίο.
Τηνε καληνυχτίζω ακόμα μια φορά και ξαναγυρίζω. Χώνουμαι μέσα στο πλήθος, σα να ζητάω να προφυλαχτώ. Στέκομαι για λίγο στο απέναντι πεζοδρόμιο, και σε λίγο πραγματοποιώ τα δέκα μεγάλα βήματα της ζωής μου, ως εκεί που αρχίζει το πεζοδρόμιο του Πολυτεχνείου, οι τοίχοι του, τα τείχη του κι η ζωή του.
Περπατάω αργά, σα να ξύπνησα άξαφνα στο κέντρο κάποιου εξαίσιου παραμυθιού. Ποτέ δεν είδα τόσα πρόσωπα φωτεινά, ποτέ τη νιότη δεν την αντίκρυσα με τόσες τύψεις για μιαν άλλην νιότη χαμένη άδοξα. Ηλεκτρίζομαι. Βαδίζω σαν υπνωτισμένος, μ΄ ένα μούδιασμα ακόμη στα μέλη μου, με δυσκολία στη φωνή μου. Πόσο καιρό τηνε περίμενα μια στιγμή τέτοια! Κλείνω τα μάτια σε μια στιγμή κι αφήνομαι να με παρασύρουν οι φωνές, να χορτάσω ύμνους, να πλημμυρίσουνε τα κύτταρά μου ηχοφωτιές, να γίνω ολάκερος ένας ηχοβασίλειο. Πόση δίψα για φωνές! Θεέ μου, πόσο την είχα συνηθίσει τέτοια δίψα, και δεν τόξερα.
Κι αρχίζω αργά την περιπλάνηση ανάμεσα στα πρόσωπα και τα μάτια. Απόψε, όλος ο κόσμος μοιάζει σα να κατοικήθηκε από μάτια και χείλη. Παιδιά, όλα παιδιά, κανένα κάτω απ΄ τα δεκάξι, κανένα πάνω απ΄ τα εικοσιδυό. Κάποιος ρωτάει την ώρα. Κάποιος άλλος του λέει πως είναι δωδεκάμισι τη νύχτα. Πώς τόσο γρήγορα απ΄ το Ψωμί, την Παιδεία, πώς τόσο γρήγορα απ΄ την Ελευθερία του απογεύματος να φτάσουμε ως εδώ, ως αυτή τη στιγμή της ύστατης άρνησης;
Κοιτάζω προς τα πάνω άθελά μου. Στις ταράτσες των κτιρίων. Κι η σκέψη με παραλύει. Κάνω να το βάλω στα πόδια. Κάποιος μέσα μου με γραπώνει απ΄ το λαιμό. «Εδώ θα κάτσεις. Πρώτα θ΄ αποφασίσεις για το φόβο σου, κι έπειτα θα φύγεις. Γι΄ απόψε τουλάχιστο». Το βλέμμα μου απογειώνεται και πάλι στις ταράτσες και τα μπαλκόνια των τελευταίων ορόφων. Από κει, λέει, από κει άξαφνα να ξεπροβάλουν. Οι κάννες. Οι κάννες των πολυβόλων στραμμένες όλες καταπάνω μας. Και χωρίς καμιά προειδοποίηση ν΄ αρχίσουν να φτύνουν...
Αυτή τη φορά δε μούρχεται να το βάλω στα πόδια. ‘Εχω κιόλας δει τις κοπέλες με την ποδιά του σχολείου, τ΄ αγόρια με τα μπλου τζηνς και τα μακριά μαλλιά και τα γένεια, να σταματάνε τ΄ αυτοκίνητα και να γράφουνε πάνω τους συνθήματα, λεωφορεία, γιώτα χι, ημιφορτηγά που έρχονται προς το κέντρο, πολλά αυτοκίνητα, αφύσικα πολλά για τέτοιαν ώρα προχωρημένη, να γράφουνε πάνω τους συνθήματα, και να ζητάνε από τους οδηγούς να βαράνε συνέχεια τα κλάξον, και να φωνάζουν μαζί τους κι αυτοί για το φασισμό που απόψε πεθαίνει, τα έχω δει όλ΄ αυτά. Πώς να το βάλω στα πόδια; Κάποιο παιδί μ΄ αναγνωρίζει μες στο πλήθος.
— Φώντα!
Στρέφω να δω.
— Σώτο!
Με πλησιάζει. Είναι μαζί του και κάποιο άλλο παλικάρι.
— Εσύ; Πώς βρέθηκες εδώ; λέω σα να ψελλίζω.
— Εδώ είν΄ η θέση μου, απαντάει χωρίς χαμόγελο.
— Πόσο χαίρομαι... Τι να πω. Θες τσιγάρο;
— Ναι, ξέμεινα τελείως. Τα μοίρασα όλα.
— Πάρε, δώσε και στο φίλο σου.
Του απλώνω όλο το κουτί. Τότε το βλέπω.
— Τι έπαθε το χέρι σου; Τόσπασες;
Το χέρι του τ΄ αριστερό, είναι βαλμένο στο γύψο. Μέχρι τον αγκώνα.
Γελάει ο Σώτος...
— Όχι, δεν τόσπασα... και μου κλείνει το μάτι.
Τα χάνω. Το δικό μου μάτι πέφτει τώρα και στο χέρι του φίλου του, τ΄ αριστερό. Κι αυτουνού το χέρι σπασμένο. Κι άξαφνα, παραβιάζεται η μακάρια αθωότητά μου.
— Κρατάς απάνω σου καμιά κιμωλία; ρωτάει ο Σώτος.
— Κιμωλία; Πώς; Όχι... τραυλίζω. Δεν το σκέφτηκα.
— Καλά, δεν πειράζει, μου χαμογελάει ο Σώτος. Θα ζητήσω από κάποιον άλλο.
Κι απομακρύνεται ο Σώτος, και περνάει ανάμεσα απ΄ τ΄ αυτοκίνητα, που σταματούν για λίγο, φορτώνονται συνθήματα, κι έπειτα ξεκινούν κορνάροντας ρυθμικά για να τα μεταδώσουν στα πέρατα της ελπίδας, και ξανάρχεται ο Σώτος, λίγο πιο κάτω από κει που ΄μαι εγώ, κι αρχίζει πάλι να γράφει με κόκκινη κιμωλία, ο Σώτος, να γράφει σε τζάμια, σε παρ-μπριζ, σε πόρτες και θόλους αυτοκινήτων, συνεχίζει να γράφει, παιδί δεκαοχτάχρονο ο Σώτος, κλεμμένο ανάστημα κυπαρισσιού, συνεχίζει να γράφει την καινούργια ιστορία που άρχισε σήμερα το πρωί.
Τα μάτια μου τρέχουνε. Περίεργο! Κλαίω. Κλαίω επί τέλους.
Παίρνω το δρόμο για το σπίτι μου. Πάω να ξεσηκώσω ό,τι βρω. Χαρτιά, μολύβια, κιμωλίες, μαρκαδόρους, κραγιόνια και νερομπογιές. Θα ξανάρθω. Ξεκαθάρισα πια θαρρώ τους λογαριασμούς μου με το φόβο. Περπατάω βιαστικά. Βγαίνω απ΄ το πλήθος. Πίσω μου οι φωνές και τα συνθήματα, μοιάζουν δοξαστικό για κάποιο άγνωστο ξημέρωμα που πλησιάζει.-